Σελίδες

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

5 λόγοι για την ακύρωση του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.

5 λόγοι για την ακύρωση του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.
ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣΕνώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε προσωπικώς, την Παρασκευή, ο δικηγόρος κ. Μανώλης Κουτσούκος ζητώντας να αναγνωριστεί ότι ο Δημοτικός Φόρος (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.) που επιβλήθηκε και καθιερώθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 2214/1994 είναι μη νόμιμος, αντισυνταγματικός και δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 33 της υπ'αριθμ. 6 κατευθυντήριας οδηγίας (DIRECTIVA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ότι η εφαρμογή του παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας!
Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστικά προσφυγή με την οποία τίθενται επί τάπητος θέματα που έχουν τεθεί και από το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου και αναμένεται να δημιουργήσει νομολογία.


Θα κριθεί συγκεκριμένα δικαστικώς αν πράγματι υφίσταται παράβαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η προσφυγή εκπορεύεται από έναν εκ των γνωστότερων δικηγόρων του νησιού.
Ο κ. Κουτσούκος αναφέρει στην προσφυγή του μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Με το άρθρο 60 του Ν. 2214/1994 επιβλήθηκε υπέρ των Ο.Τ.Α.του Νομού Δωδεκανήσου φόρος με την ονομασία «Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου» (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.) ο οποίος επιβάλλεται στα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούνται από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στην Περιφέρεια του (τέως) Νομού Δωδεκανήσου από κάθε «επιτηδευματία», όπως τα έσοδα αυτά προσδιορίζονται για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος.
Ο παραπάνω «ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ» υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή επί των ακαθάριστων εσόδων ανάλογα με το ύψος του συντελεστή καθαρού κέρδους που προβλέπεται για τη οικονομική δραστηριότητα του επιτηδευματία σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΚΑΘΑΡΟΥ ΚΕΔΡΟΥΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΦΟΡΟΥ
- Μέχρι 5% 0,2%
- Από 6% έως 10% 0,4%
- Από 11% έως 15% 0,6%
- Από 16% έως 20% 0,8%
- Πάνω από 20% 1,0%
Ως συντελεστής καθαρού κέρδους νοείται κατά περίπτωση ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων ή ο συντελεστής καθαρών αμοιβών που ορίζεται από τα άρθρα 36 και 46 του Ν.Δ. 3323/1955.
Ο προαναφερόμενος Δημοτικός Φόρος δεν αποτέλεσε φορολογική καινοτομία στην περιοχή των Δωδεκανήσων αλλά έχει ιστορική διαδρομή που ανάγεται στην εποχή της Ιταλοκρατίας. Ειδικότερα:
Με τα υπ'αριθμ. 187/1938 και 132/1939 Διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτη της «Ιταλικής Διοίκησης των Νήσων του Αιγαίου» επιβλήθηκε (για πρώτη φορά) δασμός επί των εισερχομένων και εξερχομένων καταναλωτικών αγαθών στα Δωδεκάνησα με χρόνο έναρξης την 1/7/1938.
Με τα ίδια Διατάγματα εξουσιοδοτήθηκαν οι Δήμοι να εισπράττουν τον παραπάνω φόρο και να τον κατανέμουν στις κοινότητες ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Επίσης με το υπ'αριθμ. 356/1938 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη εγκρίθηκε το τιμολόγιο των φόρων επί των καταναλωτικών αγαθών (δασμολόγιο) το οποίο προέβλεπε ανά αγαθό ποσοστό επί του τελωνειακού δασμού.
Μετά την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου (1947) ο Στρατιωτικός Διοικητής εξέδωσε την υπ'αριθμ. 32/1947 προκήρυξη η οποία κυρώθηκε με το ψήφισμα ΛΔ/22-27/11/1947 της Δ' Αναθεωρητικής Βουλής τω Ελλήνων.
Με το άρθρο (1) της προκήρυξης ορίσθηκε ότι ο «εισαγωγικός δημοτικός φόρος» που επιβλήθηκε με τα υπ'αριθμ. 187/1938 και 132/1939 τυπικά Διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτη μπορεί να εισπράττεται και σε ποσοστό επί της αξίας των εισαγομένων προϊόντων το ύψος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πρωτεύουσας κάθε νησιού και το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό (4%) της αξίας των προϊόντων.
Στη συνέχεια με το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 798/1948 «περί εισαγωγής εις την Δωδεκάνησον διατάξεων της περί Δήμων και Κοινοτήτων Νομοθεσίας» διατηρήθηκαν σε ισχύ (μεταξύ άλλων) και τα τοπικά Ιταλικά διατάγματα περί δημοτικών φόρων όπως είχαν μεταρρυθμιστεί με τις προκηρύξεις του Έλληνα Στρατιωτικού Διοικητή ενώ με το άρθρο 79 του Α.Ν. 1910/1951 «περί των προσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων» ορίσθηκε και πάλι ότι διατηρούνται σε ισχύ οι εισπραττόμενοι υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων φόροι, τέλη και δικαιώματα οι οποίοι επιτρέπεται να καταργηθούν με Β.Δ. που θα εκδίδονται με κοινή πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών.
Η τελευταία αυτή διάταξη καταργήθηκε (τυπικά) με το άρθρο 78 του Ν.Δ. 3033/1954 για να επαναληφθεί με το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 76 του ιδίου Ν.Δ. 3033/54 και να ενσωματωθεί τελικά ως άρθρο 92 παρ. 1 στο Β.Δ. 24-9/20-10-1995 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον Νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των Δήμου και Κοινοτήτων».
Από την παραπάνω ιστορική διαδρομή συνάγεται ότι ο Δημοτικός φόρος επιβλήθηκε στη Δωδεκάνησο ως δασμός επί των εισαγόμενων και εξαγόμενων καταναλωτικών αγαθών και ο οποίος σαν τελικό αποδέκτη είχε τους Δήμους και τις Κοινότητες και όχι το Ιταλικό Κράτος.
Ωστόσο μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα ο παραπάνω Ιταλικής έμπνευσης δασμός μετατράπηκε και μετεξελίχθηκε σε δημοτικό φόρο που επιβαλλόταν επί των εισαγόμενων και εξαγόμενων καταναλωτικών αγαθών και διατηρήθηκε ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ σε ισχύ με δυνατότητα κατάργησης του με Β.Δ.
Μετά την ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ο.Κ. (1980) άρχισε από φορείς και επιχειρηματίες της Ρόδου η αμφισβήτηση της νομιμότητας της διατήρησης και είσπραξης του δημοτικού φόρου.
Τελικά ο Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.) επιβλήθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 2214/1994 και σε εφαρμογή αυτού για την είσπραξη και την κατανομή του εκδόθηκαν οι υπ'αριθμ. 30249/1994 (Φεκ 523/5-6-1994 Τεύχος Β') και 54280/24/1994 (Φεκ 922/14-12-1994 Τεύχος Β') κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.
Όμως, ο προαναφερόμενος ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ., που καθιερώθηκε με τον Ν. 2214/94 δεν είναι νόμιμος διότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση και δεν συμβιβάζεται με τις ρυθμίσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου διότι με αυτόν δεν επιβάλλεται απλά φόρος επί των εισαγόμενων και εξαγόμενων αγαθών αλλά επί των ακαθάριστων εσόδων (δηλ. του τζίρου) των επιτηδευματιών από την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς τους και μάλιστα με κλιμακωτούς συντελεστές ανάλογα με το συντελεστή ΚΑΘΑΡΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια τι είδους φόρος είναι τελικά ο ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. που αντικατέστησε το Δημοτικό φόρο αφού ενώ επιβάλλεται επί των ακαθάριστων εσόδων και πρόκειται για ΕΜΜΕΣΟ ΦΟΡΟ ωστόσο παρέχεται η δυνατότητα μετακύλισής του στην κατανάλωση.
Ανεξάρτητα όμως αν ο ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. μετακυλίεται ή όχι (άμεσα ή έμμεσα) στην κατανάλωση αναμφίβολα συνδέεται αποκλειστικά με τα οικονομικά αποτελέσματα και ειδικότερα με τα ακαθάριστα έσοδα (δηλ. τον τζίρο) της επαγγελματικής δραστηριότητας του επιτηδευματία και συνεπώς πρόκειται στην ουσία για ΦΟΡΟ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ η επιβολή του οποίου είναι παράνομη αφού συγκρούεται και είναι αντίθετη με το άρθρο 33 της ΕΚΤΗΣ (6ης) κατευθυντήριας οδηγίας (DIRECTIVA) του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) το οποίο αναφέρει κατά λέξη:
-«Υπό την επιφύλαξιν ετέρων κοινοτικών διατάξεων, οι διατάξεις της παρούσης κατευθυντηρίου οδηγίας δεν εμποδίζουν την διατήρησιν ή την καθιέρωσιν υπό τόνος κράτους μέλους, φόρων επί των συμβολαίων ασφαλίσεως και επί των παιγνίων και στοιχημάτων, ειδικών φόρων κατανάλωσης, δικαιωμάτων εγγραφής εις τα μητρώα και γενικότερα παντός φόρου, δικαιώματος ή τέλους μη εχόντων χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών».
Συνακόλουθα με τα παραπάνω ο (νέος) Δημοτικός φόρος αποτελεί έμμεσο, αντικοινοτικό και γενικά μη νόμιμο φόρο κύκλου εργασιών (κατά τη έννοια του καταργηθέντος Ν. 660/1937) ο οποίος επιβαρύνει το κόστος ζωής και τον τιμάριθμο, δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος των επιχειρήσεων της Δωδ/σου σε σχέση με τις επιχειρήσεις άλλων περιοχών της χώρας.
Επομένως κακώς και παρά το Νόμο γράφτηκα στους βεβαιωτικούς καταλόγους του Δήμου Ρόδου για τα έτη 2008 και 2009, όπως αναφέρω στην αρχή της παρούσας, αφού ο δημοτικός φόρος που καλούμαι να καταβάλω είναι πρόδηλα παράνομος.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και συνεισφέρουν ΧΩΡΙΣ διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους ενώ με το άρθρο 25 θεσπίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ειδικότερα η αρχή της αναλογικότητας.
Όπως προαναφέρθηκε ο ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. υπολογίζεται με την εφαρμογή και χρήση κλιμακωτού συντελεστή καθαρού κέρδους (προκειμένου να θεμελιώσει το συντελεστή έως 1%) παρόλο που στόχος του Νομοθέτη του άρθρου 60 του Ν. 2214/1994 ήταν τα ακαθάριστα έσοδα του επιτηδευματία με αποτέλεσμα ο συντελεστής αυτός να είναι ουσιαστικά πολλαπλάσιος στο καθαρό εισόδημά του.
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος - όπως αυτό ισχύει μετά την συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 - τέθηκε ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Κατά την γενική αυτή Αρχή του Δικαίου οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια και συγκεκριμένα θα πρέπει να είναι:
α) Πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού.
β) Αναγκαίοι δηλ. να συνιστούν μέτρο το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και
γ) Αναλογικοί (εν στενή εννοία) δηλαδή να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν.
Αν ο κοινός Νομοθέτης παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας ή εθέσπισε με Νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων ο Δικαστής έχει το δικαίωμα, τη δυνατότητα αλλά κυρίως το καθήκον, να ελέγξει τη συνταγματικότητα του Νόμου και να μην τον εφαρμόσει (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος).
Στην περίπτωσή μας ο ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. με τον αυθαίρετο και κλιμακούμενο συντελεστή φόρου που καθιερώνει έχει παραβιάσει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας και προκαλεί ανισότητα αφού χρησιμοποιεί για την ίδια αιτία όχι τα ίδια αλλά διαφορετικά μέτρα και σταθμά για να επιβάλει φόρο στα ακαθάριστα έσοδα αδιαφορώντας για τις δαπάνες στις οποίες προέβη ο κάθε επιτηδευματίας για να επιτύχει το οικονομικό αποτέλεσμα.
Ιδιαίτερα σημειώνω ότι ενώ ο Ν. 2214/1994 υποτίθεται ότι αφορά το ακαθάριστο εισόδημα ωστόσο προκειμένου να επιβάλει το ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. καταφεύγει σε κριτήρια που αναφέρονται στο «καθαρό εισόδημα» γεγονός που βοά ότι ουσιαστικά πρόκειται για νέα μορφή του ήδη καταργηθέντος Φ.Κ.Ε. Με βάση τα εκτεθέντα ο Ν. 2214/1994 στην εφαρμογή του προκαλεί ανισότητα και άδικη μεταχείριση όχι μόνο μεταξύ των επιτηδευματιών της Δωδ/σου αλλά και μεταξύ των επιτηδευματιών της περιοχής Δωδ/σου και των λοιπών διαμερισμάτων της χώρας στα οποία δεν υφίσταται παρόμοιος δημοτικός φόρος αφού χρησιμοποιεί κατά τρόπο ακατανόητο και αντισυνταγματικό διαφορετικούς συντελεστές για την ίδια αιτία.
Συνεπώς ο παραπάνω Νόμος είναι αντισυνταγματικός διότι παραβιάζει την ισότητα που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η αποφυγή ύβρεων και αισχρολογίας είναι ο μόνος περιορισμός για την δημοσίευση των σχολίων σας.
Δεν λογοκρίνονται οποιαδήποτε σχόλια για τις απόψεις σας, τις ιδέες σας ή η γνώμη σας.
Μπορείτε να γράψετε ΟΤΙ ΘΕΛΕΤΕ